σκινδακίσαι

σκινδακίσαι
και κατά τον Φώτ. σκινδαρίσαι ΜΑ
«τὸ νύκτωρ ἐπαναστῆναί τινι ἀσελγῶς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παράγωγο ενός κύριου ονόματος Σκίνδαξ, που μαρτυρείται στην Αμφίπολη, παράλληλου τ. τού προσηγορικού κίνδαξ «ευκίνητος, γρήγορος» με αρκτικό σ- (πρβλ. σκίδναμαι: κίδναμαι, βλ. λ. σκεδάννυμι). Παράλληλα με το σκινδακίσαι μαρτυρείται και ο τ. σκίνδαρος, από όπου τα σκινδαρίσαι, σκινδαρεύεσθαι, σκινδάρειος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκίνδαρος — ὁ, Α 1. άσεμνη χειρονομία 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἐπανάστασις νυκτὸς ἀφροδισίων ἕνεκα». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκινδακίσαι] …   Dictionary of Greek

  • σκινδαρίσαι — ΜΑ βλ. σκινδακίσαι …   Dictionary of Greek

  • σκινθαρίζω — και σκανθαρίζω Α (κατά τον Ησύχ.) «τῷ μέσῳ δακτύλῳ τὸν μυκτήρα παίω». [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ. (πρβλ. σκινδαρίσαι, σκινδακίσαι*)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”