- σκινδακίσαι
- και κατά τον Φώτ. σκινδαρίσαι ΜΑ«τὸ νύκτωρ ἐπαναστῆναί τινι ἀσελγῶς».[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παράγωγο ενός κύριου ονόματος Σκίνδαξ, που μαρτυρείται στην Αμφίπολη, παράλληλου τ. τού προσηγορικού κίνδαξ «ευκίνητος, γρήγορος» με αρκτικό σ- (πρβλ. σκίδναμαι: κίδναμαι, βλ. λ. σκεδάννυμι). Παράλληλα με το σκινδακίσαι μαρτυρείται και ο τ. σκίνδαρος, από όπου τα σκινδαρίσαι, σκινδαρεύεσθαι, σκινδάρειος].
Dictionary of Greek. 2013.